στραμώνιο

στραμώνιο
Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους. Το φυτό, που αναπτύσσει ψηλό βλαστό, ανθίζει ανάμεσα στον Ιούνιο και στο φθινόπωρο. Τα άνθη του είναι συμπέταλα, μεγάλα και λευκά, έχουν στεφάνη χοανοειδή, με 5 λοβούς μυτερούς και κάλυκα σωληνοειδή. Ο καρπός, μεγέθους περίπου καρυδιού, είναι κάψα ακανθωτή, ωοειδής, που ανοίγει σε 4 βαλβίδες και περιέχει σπέρματα νεφροειδή μεγάλα και μαύρα. Δηλητηριώδες και ναρκωτικό, χρησιμοποιείται ωστόσο σε εκχυλίσματα και άλλα παρασκευάσματα, φυσικά σε δόσεις κατάλληλες, ως αντιισταμινικό, για την περιεκτικότητα του σε ατροπίνη, υοσκυαμίνη και σκοπολαμίνη. Στην Ελλάδα είναι διαδομένη η ποικιλία τάτουλα, με ιόχροα άνθη και βλαστούς. Από τα αποξηραμένα φύλλα της κατασκευάζονται τσιγάρα που τα καπνίζουν οι ασθματικοί. Συγγενές είδος είναι η δατούρα η δενδρώδης, που κατάγεται από το Περού και τη Χιλή. Το δικοτυλήδονο φυτό στραμώνιο.
* * *
το, Ν
βοτ. είδος φυτού τού γένους δατούρα, που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες, κν. τάτουλας ή τάτλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stramonium, -ii (πρβλ. γαλλ. stramoine)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • πορδόχορτο — και πορδοχόρταρο, το, Ν 1. κοινή ονομασία τού φυτού νιγέλλα η δαμασκηνή, αλλ. κατσουλόχορτο 2. κοινή ονομασία τού φυτού δατούρα το στραμώνιο, αλλ. βρομόχορτο …   Dictionary of Greek

  • δατούρα — (datura).Γένος φυτών της οικογένειας των σολανιδών. Περιλαμβάνει 15 είδη και ανάμεσά τους ένα αυτοφυές ελληνικό. Είναι φυτά ποώδη, θαμνώδη ή και δενδρώδη, έχουν χαρακτηριστική τετράχωρη ωοθήκη και περιέχουν ναρκωτικές και δηλητηριώδεις ουσίες.… …   Dictionary of Greek

  • Πάρκινσον, Τζέιμς — (Parkinson, 1755 – 1824). Άγγλος φαρμακοποιός, χειρουργός και παλαιοντολόγος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με την ιατρική, τη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ο Π. υπήρξε ο συγγραφέας αξιόλογων κλινικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”